Ανασηκώθηκε ζαλισμένος. Χρειάστηκε λίγες στιγμές για να συνειδητοποιήσει πού βρισκόταν. Σηκώθηκε παραπατώντας και κοίταξε γύρω του. Αυτοί που μέχρι πριν από λίγες στιγμές ήταν δίπλα του και περίμεναν μαζί του στη στάση, ήταν τώρα πεσμένοι κάτω. Άνθρωποι έτρεχαν και φώναζαν. Δεν ασχολιόταν κανείς μαζί του, υπήρχαν τραυματίες που είχαν περισσότερη ανάγκη. Έπιασε το κεφάλι του, τους αγκώνες του και γύρω-γύρω το σώμα του. Δεν έμοιαζε να έχει ματώσει αλλά σίγουρα πόναγε παντού. Απομακρύνθηκε λίγο πιο πέρα. Δε μπορούσε να βοηθήσει. Έπρεπε να συνέλθει κι ο ίδιος.
Άρχισε να βρέχει. Είδε ένα ταξί να έρχεται. Ήθελε να φύγει από εκεί, όσο το δυνατό πιο γρήγορα. Έκανε σήμα και το ταξί σταμάτησε δίπλα του.
Κάθισε στο πίσω κάθισμα με ανακούφιση. Ο ταξιτζής τον κοίταξε απ’ τον καθρέφτη καθώς ξεκινούσε: «Τι έγινε εδώ, ρε φίλε;» Ένοιωσε κάπως καλύτερα που απομακρυνόταν όλο και περισσότερο: «Ατύχημα… ήμασταν στη στάση και ένα φορτηγό έπεσε πάνω μας…» «Μοιάζει με μακελειό», είπε ο ταξιτζής. «Πάντως εσύ τη γλύτωσες, όπως φαίνεται». Έξω η βροχή δυνάμωνε. «Έτσι φαίνεται», του απάντησε.
Πήρε μερικές ήρεμες ανάσες. Κοίταξε το νερό να σχηματίζει ρυάκια στο δρόμο και τους ανθρώπους να τρέχουν να προστατευτούν από τη βροχή. «Λένε ότι βλέπεις όλη τη ζωή σου», είπε ξαφνικά. «Ε;», αναρωτήθηκε ο ταξιτζής. «Όταν κινδυνεύει η ζωή σου. Λένε ότι όλη η ζωή σου περνάει μπροστά από τα μάτια σου», εξήγησε κοιτώντας τον ταξιτζή μέσα στον καθρέφτη. «Λοιπόν;», ξαναρώτησε αυτός. «Δεν ισχύει. Δεν προλαβαίνεις να σκεφτείς τίποτα», του απάντησε.
₪
Η βροχή δυνάμωσε κι άλλο. Τα βαριά λαϊκά από το ραδιόφωνο μόλις που ξεχώριζαν. Το ταξί πέταγε νερά δεξιά κι αριστερά του καθώς διέσχιζε το δρόμο. Το κατάστρωμα ήταν γεμάτο νερά και το πεζοδρόμιο άδειαζε από κόσμο.
«Δε θα ’χα και πολλά πράγματα να ξαναδώ», είπε ξαφνικά. «Είναι λίγο απογοητευτικό, να βλέπεις ότι όλη σου η ζωή δεν έχει τίποτα μετά από εξήντα χρόνια να κρατήσει το ενδιαφέρον σε κάποιον».
«Το θέμα, αδερφέ, δεν είναι τι ενδιαφέρον έχει η ζωή σου για τους άλλους, αλλά για σένα», του είπε ο ταξιτζής από το μπροστινό κάθισμα. «Όλοι έχουν τις στιγμές που μετανιώνουν κι αυτές που νοσταλγούν». Μετά γύρισε για μια στιγμή και είπε με στόμφο: «Πω, πω! Τι είπα ο άνθρωπος! Με το συμπάθιο, δηλαδή.»
«Δεν πειράζει», του είπε. «Μάλλον έχεις δίκιο. Μη σε κουράζω όμως, τώρα, με τα δικά μου…»
«Μπα, μη σε απασχολεί», είπε ο ταξιτζής. «Έχω ακούσει εγώ… ξέρεις πόσοι άνθρωποι έχουν μπει εδώ μέσα, και τι μου ‘χουν πει τόσα χρόνια; Όλοι έχουν από μια ιστορία. Γι’ αυτό είπα, δεν είναι δυνατό να μην έχεις και συ.»
Κοίταξε λίγο τα ρυάκια που τρέχανε μέσα στο δρόμο. Ενώνονταν και χωρίζονταν και πλέκονταν μεταξύ τους. «Υπήρχε μια κοπέλα», είπε τελικά. «Όταν είχα πρωτοβγεί στο επάγγελμα – ήμουν κουρέας. Μάθαινε κι αυτή κομμώτρια. Ήταν καπάτσα, κωλοπετσωμένη που λένε. Σε κοίταγε ντόμπρα, είχε τσαγανό.»
«Ομορφούλα;», ρώτησε ο ταξιτζής.
«Δεν ξέρω αν θα την έλεγες όμορφη», απάντησε αυτός. «Σε κέρδιζε με τον τρόπο της. Σίγουρα δε θα την έλεγες άσχημη. Τέλος πάντων. Η μητέρα μου δεν ήθελε ν’ ακούσει τίποτα γι’ αυτήν. Μόνο που την έβλεπε με τα παντελόνια – άλλες εποχές τότε – την είχε χαρακτηρίσει ελευθέρων ηθών. Οι γυναίκες τότε δε δούλευαν, κι απ’ αυτές που δούλευαν, οι κομμώτριες, για ένα συντηρητικό άνθρωπο, ήταν κόκκινο πανί».
«Και τι έγινε, λοιπόν», ρώτησε ξανά ο ταξιτζής.
«Τίποτα. Εκείνη τη στιγμή δεν είχα τη δύναμη να πάω αντίθετα με τη θέληση της μητέρας μου. Ο πατέρας μου είχε πεθάνει και αυτή διαχειριζόταν την περιουσία μας. Με απείλησε ότι δε θα μου δώσει τα λεφτά που χρειαζόμουν για να ανοίξω το κουρείο που ήθελα. Δείλιασα…». Σταμάτησε για μια στιγμή. «Αυτό που με πόνεσε πιο πολύ ήταν ότι δε μου φώναξε, ούτε μου θύμωσε όσο πίστευα. Το αντιμετώπισε με περισσότερη αξιοπρέπεια απ’ όσο εγώ που το προκάλεσα».
₪
Άρχισε να νυχτώνει. Από έξω φαίνονταν μόνο τα φώτα του δρόμου και των καταστημάτων. Τα τζάμια του ταξί είχαν θαμπώσει από την υγρασία και δε φαίνονταν άνθρωποι, αν υποθέσουμε ότι υπήρχαν έξω, με τόσο άσχημο καιρό. Ο δρόμος ήταν επίσης άδειος και γεμάτος νερά.
Αυτή τη φορά μίλησε πρώτος ο ταξιτζής. «Δε βαριέσαι, κάθε εμπόδιο για καλό. Βρήκες εσύ το δρόμο σου, θα τον βρήκε σίγουρα κι αυτή».
«Δεν έμαθα ποτέ τι απέγινε. Εγώ πάντως δεν παντρεύτηκα ποτέ. Παιδιά μου, είχα τα ανίψια μου. Το σπίτι μου έμεινε άδειο – αν εξαιρέσεις το σκύλο που ‘χα κάποτε.» Δίστασε λίγο να συνεχίσει. Μετά, όμως, ξεκίνησε μιαν άλλη ιστορία. «Αλλά κι αυτόν τον είχα πάρει για να ξεπληρώσω ένα χρέος που πίστευα ότι είχα από παλιά. Βλέπεις, η αδελφή μου είχε μαζέψει, κάποια στιγμή, ένα γατάκι…»
₪
Με την κουβέντα ξεχάστηκε και δεν κατάλαβε πώς πέρασε η ώρα. Τώρα δε φαινόταν κανένα φως τριγύρω. Κανένας θόρυβος δεν ακουγόταν εκτός από τη βροχή και τον παφλασμό των νερών. Το ταξί πλέον ακολουθούσε ήρεμα τα νερά, λικνιζόμενο ελαφρά από μεριά σε μεριά καθώς επέπλεε. «Σίγουρα πάμε σωστά;», ρώτησε ανήσυχος. «Σα ποτάμι είναι έξω». «Σωστά», του απάντησε ο ταξιτζής. «Είναι ο ποταμός Αχέρων». Κοίταξε τον ταξιτζή ο οποίος γύρισε προς το μέρος του. Είχε τα χαρακτηριστικά ενός άντρα στα πενήντα-πενήντα πέντε. Συγχρόνως, όμως, είχε πάνω του τη σκληράδα πολλών αιώνων. Από τη μία φαινόταν να έχει δέρμα και φλέβες, όπως όλοι οι άνθρωποι. Από την άλλη φαινόταν να είναι φτιαγμένος από πέτρα, σαν άγαλμα. Πάνω του υπήρχε σκόνη που τον τύλιγε σαν άλως στα φώτα του ταμπλό. Ο ταξιτζής του χαμογέλασε: «Ηρέμησε. Κάνω αυτή τη διαδρομή πολύ καιρό. Σε λίγο θα φτάσουμε στον προορισμό σου.»